διασπαθίζω

διασπαθίζω
διασπάθισα, (μτφ.), ξοδεύω χωρίς σκέψη, σπαταλώ χρήματα: Το δημόσιο χρήμα δεν πρέπει να διασπαθίζεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασπαθίζω — διασπαθίζω, διασπάθισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διασπαθίζω — 1. καταφέρω πλήγματα με τη σπάθα, σπαθίζω 2. κατασπαταλώ …   Dictionary of Greek

  • διασπαθιζόμενοι — διασπαθίζω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιασπάθιστος — η, ο [διασπαθίζω] αυτός που δεν διασπαθίστηκε, που δεν σπαταλήθηκε, ασπατάλητος, αδαπάνητος …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • διαρρίπτω — (Α) 1. ρίχνω ανάμεσα 2. ρίχνω (ματιές) τριγύρω 3. διασκορπίζω 4. ανασκευάζω, απορρίπτω 5. σπαταλώ, διασπαθίζω …   Dictionary of Greek

  • διασκορπίζω — (AM διασκορπίζω) 1. σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασπείρω 2. κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω αρχ. 1. προκαλώ ταραχή ή σύγχυση σε κάποιον 2. σπέρνω ή λιχνίζω …   Dictionary of Greek

  • διασπάθιση — η [διασπαθίζω] 1. διασκόρπιση 2. κατασπατάληση …   Dictionary of Greek

  • διασπαθώ — διασπαθῶ ( άω) (AM) διασπαθίζω, σπαταλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”